- αφομοίωση
- Ο όρος α. σημαίνει γενικά το αποτέλεσμα του αφομοιώ και του αφομοιούμαι, δηλαδή το να γίνεται κάτι όμοιο με κάποιο άλλο.
(Γλωσσολ.) Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος φθόγγος μιας λέξης εξομοιώνεται με τον γειτονικό του. Η αιτία του φαινομένου είναι η αδράνεια του γλωσσικού μας οργάνου να προφέρει εύκολα δύο διαδοχικούς διαφορετικούς φθόγγους. Έτσι για διευκόλυνσή της η γλώσσα μας αναγκάζεται να τους εξομοιώνει. Άλλοτε ο φθόγγος εξομοιώνεται με τον επόμενό του και άλλοτε με τον προηγούμενό του. Στην περίπτωση που υπερτερεί ο προηγούμενος φθόγγος, δηλαδή αυτός που προφέρεται πρώτος, η αφομοίωση λέγεται προχωρητική και είναι πιο σπάνιο γλωσσικό φαινόμενο (μέγαθος-μέγεθος). Όταν υπερτερεί ο δεύτερος φθόγγος, η αφομοίωση λέγεται προληπτική. Αυτήν τη συναντάμε πιο συχνά (φθέγγομαι-φθόγγος, συνράπτω-συρράπτω).
Τόσο η προχωρητική όσο και η προληπτική α. είναι πλήρεις, όταν η εξομοίωση είναι ολοκληρωτική (όπως στα προηγούμενα παραδείγματα), ή ατελείς, όταν ο φθόγγοι προσεγγίζουν χωρίς όμως να εξομοιωθούν (συνκίνηση-συγκίνηση). Υπάρχει περίπτωση να έχουμε και δύο α. σε μία λέξη (σύν-γραφ-μα-σύγγραμμα).
(Ψυχολ.) Α. λέγεται και η ψυχική λειτουργία, κατά την οποία νέες παραστάσεις ξαναθυμίζουν άλλες παλιότερες ή διάφορα στοιχεία παραστάσεων με τα οποία τελικά συγχωνεύονται.
(Βιολ.)Ο όρος α. σημαίνει την απορρόφηση απλών θρεπτικών ουσιών ή των προϊόντων της πέψης των τροφών και τη χρησιμοποίησή τους για τη δόμηση πιο πολύπλοκων οργανικών ενώσεων τις οποίες χρησιμοποιεί για τις ανάγκες του ο οργανισμός.
* * *η (AM ἀφομοίωσις)το να γίνεται κάτι όμοιο με κάτι άλλονεοελλ.1. βιολ. το σύνολο των λειτουργικών διαδικασιών, χάρη στις οποίες μια βιολογική ενότητα, κύτταρο ή οργανισμός μετασχηματίζει σε δικά του συστατικά τις ξένες θρεπτικές ουσίες που προσλαμβάνει από το εξωτερικό περιβάλλον2. (δημ. δίκ.) η επέκταση της νομοθεσίας ενός κράτους σε κάποια περιοχή που προσαρτά με βαθμιαία κατάργηση των αντίστοιχων διατάξεων που ίσχυαν εκεί μέχρι τότε3. εθνολ. η διαδικασία με την οποία άτομα ή ομάδες με διαφορετική εθνική κληρονομιά απορροφώνται από τον κυριαρχούντα πολιτισμό μιας κοινωνίας4. γλωσσ. γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο δύο ανόμοιοι φθόγγοι τείνουν να καταστούν ταυτόσημοι ή να προσλάβουν κοινά χαρακτηριστικά ύστερα από επίδραση του ενός στον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.